αλατοθήκη

αλατοθήκη
η
επιτραπέζιο σκεύος που περιέχει αλάτι, αλατερό, αλατιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + θήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • αλία — I Ονομασία της εκκλησίας του δήμου σε πολλές δωρικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη. H α. δεν είχε απεριόριστη εξουσία όπως η εκκλησία του δήμου στην εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας. II (halia). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά …   Dictionary of Greek

  • αλατολόγος — ο αλατοθήκη, αλατερό, αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + λόγος < λέγω «συλλέγω»] …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”